- χολινεργικός
- -ή, -ό, Ν1. φυσιολ. (για νευρικό σχηματισμό) αυτός στον οποίο η νευρική διέγερση μεταβιβάζεται μέσω τής ακετυλοχολίνης2. φρ. «χολινεργικό φάρμακο»(φαρμ.) φάρμακο που επηρεάζει τη μεταβίβαση τών νευρικών διεγέρσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholinergic < acetyl-choline (βλ. ακετυλοχολίνη) + -ergic (< έργο)].
Dictionary of Greek. 2013.